Η κρίση COVID-19 έχει επιπτώσεις στην οικονομική κατάσταση των ευρωπαίων καταναλωτών

Ο Όμιλος Intrum δημοσιεύει τα αποτελέσματα πανευρωπαϊκής έρευνας με τίτλο «European Consumer Payment Report 2020 / Ειδική έκδοση COVID-19» σχετικά με τον αντίκτυπο της πανδημίας του ιού COVID-19 στην οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών σε 24 χώρες.

Στα βασικά συμπεράσματα της έρευνας αποτυπώνονται η αυξημένη οικονομική πίεση και ανησυχία στα ευρωπαϊκά νοικοκυριά λόγω της κρίσης COVID-19 συγκριτικά με αντίστοιχη έρευνα που πραγματοποίησε ο Όμιλος το φθινόπωρο του 2019.  Ωστόσο, 1 στους 3 ευρωπαίους καταναλωτές δηλώνει ότι η κρίση της πανδημίας έχει θετική επίδραση στα οικονομικά του λόγω μείωσης δαπανών.

«Καθώς η διεθνής κοινότητα επικεντρώνει στα άμεσα ζητήματα υγείας που προκύπτουν από την πανδημία COVID-19, η αναστάτωση των οικονομιών σε ολόκληρη την Ευρώπη έχει σοβαρές επιπτώσεις στα οικονομικά των καταναλωτών, στις επιχειρήσεις και στην κοινωνία γενικότερα. Ωστόσο, η ενίσχυση σε γνώσεις οικονομικής διαχείρισης, η δυνατότητα αλλαγών στις οικονομικές δαπάνες και κατ’ επέκταση η ενίσχυση της αποταμίευσης μπορούν να προσφέρουν τη δυνατότητα σε πολλούς Ευρωπαίους καταναλωτές να διαχειριστούν θετικά και να ξεπεράσουν αυτή την περίοδο αβεβαιότητας» υπογραμμίζει ο Mikael Ericson, Πρόεδρος & Διευθύνων Σύμβουλος της Intrum.

Βασικά συμπεράσματα της έρευνας του Ομίλου Intrum:

1. Επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης στην Ευρώπη

  • Το 48% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι η οικονομική του κατάσταση έχει επιδεινωθεί συγκριτικά με έξι μήνες πριν.
    Ειδικότερα:
    • Τα αντίστοιχα ποσοστά στην Ισπανία και την Ιταλία είναι 59%
    • Γενιά των Millennials: 53%
    • Νοικοκυριά με παιδιά: 55%
    • Νοικοκυριά χωρίς παιδιά: 44%
    • Το ποσοστό στην Ελλάδα διαμορφώνεται σε 67% ενώ ταυτόχρονα το 26% δεν έχει διαπιστώσει αλλαγή στην οικονομική του κατάσταση ή δεν γνωρίζει εάν θα επηρεαστεί λόγω πανδημίας

  • Μόνο το 23% αναμένει βελτίωση της προσωπικής οικονομικής κατάστασης σε έξι μήνες.
    • Το αντίστοιχο ποσοστό στην Ιταλία είναι μόνο 8%
    • Στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό είναι 18%

  • 45% δηλώνει ότι οι ανησυχίες σχετικά με την αύξηση των λογαριασμών έχουν γενικότερη αρνητική επίδραση στην υγεία τους (Το αντίστοιχο ποσοστό το 2019 ήταν 43%).
    • Νοικοκυριά με παιδιά: 51% (2019: 48%)
    • Νοικοκυριά χωρίς παιδιά: 41% (2019: 41%)
    • Στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό διαμορφώνεται στο 67%

 

2. Η μείωση του εισοδήματος προκαλεί ανησυχίες για την πληρωμή λογαριασμών και χρέους

  • 4 στους 10 ευρωπαίους δηλώνουν ότι η απασχόλησή τους έχει επηρεαστεί από την κρίση COVID-19, ενώ περισσότεροι από τους μισούς (54%) διαπιστώνουν μείωση του εισοδήματος στο νοικοκυριό.
    • Στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό ανέρχεται σε 53%

  • 1 στους 5 καταναλωτές έχουν χρεωθεί περισσότερο για να καλύψουν τις καθημερινές δαπάνες ως άμεσο αποτέλεσμα της κρίσης COVID-19.
    • Για τους Millennials το ποσοστό είναι 24%
    • Νοικοκυριά με παιδιά: 22%
    • Νοικοκυριά χωρίς παιδιά: 16%
    • Στην Ελλάδα το ποσοστό είναι 35%

  • Αυξάνεται – σε 18% από 12% το 2019 – το ποσοστό των καταναλωτών που καταφεύγουν στο δανεισμό για να πληρώνουν λογαριασμούς.
    • Στη γενιά των Millennials το αντίστοιχο ποσοστό είναι 22%
    • Νοικοκυριά με παιδιά: 21%
    • Νοικοκυριά χωρίς παιδιά: 16%
    • Στην Ελλάδα το ποσοστό είναι 28%

 

3. Ανησυχίες για τη δυνατότητα αποταμίευσης για το μέλλον

  • Το 58% είναι δυσαρεστημένοι από τη δυνατότητά τους να αποταμιεύουν κάθε μήνα (Το αντίστοιχο ποσοστό για το 2019 είναι 52%).
    • Νοικοκυριά με παιδιά: 62%
    • Νοικοκυριά χωρίς παιδιά: 54%
    • Στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό είναι 80%
  • Το 39% αποταμιεύει σημαντικά λιγότερο για το μέλλον συγκριτικά με πριν από την κρίση του COVID-19.
    • Στη γενιά των Millennials είναι το 44%
    • Νοικοκυριά με παιδιά: 45%
    • Νοικοκυριά χωρίς παιδιά: 36%
    • Στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό είναι 52%

4. Θετικές επιπτώσεις της πανδημίας

  • Το 36% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι η κρίση COVID-19 είχε θετικό αντίκτυπο καθώς μείωσε τις καθημερινές δαπάνες.
    • Στην Ελλάδα, το αντίστοιχο ποσοστό είναι 37%, ενώ το 28% δεν διαπίστωσε κάποια επίπτωση στις καθημερινές δαπάνες

 

«Όπως ήταν αναμενόμενο, διαπιστώνουμε τις τάσεις αυτές στα πιο ευάλωτα νοικοκυριά με περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες, όπως είναι οι νέες οικογένειες και η γενιά των Millennials. Η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης, η αύξηση στο ύψος των λογαριασμών και τα αυξανόμενα χρέη αυξάνουν τις ανησυχίες. Μοναδικός τρόπος για την επιτυχημένη διαχείριση των ζητημάτων αυτών είναι η εκπαίδευση των ευρωπαίων καταναλωτών σε θέματα οικονομικής διαχείρισης», καταλήγει ο Mikael Ericson, Πρόεδρος & Διευθύνων Σύμβουλος του Ομίλου Intrum.

Για να διαβάσετε το European Consumer Payment Report 2020 / Ειδική έκδοση COVID-19 πατήστε εδώ

 

 

  • Ο Όμιλος Intrum είναι ο κορυφαίος πάροχος υπηρεσιών διαχείρισης απαιτήσεων με παρουσία σε 24 αγορές στην Ευρώπη. Η Intrum βοηθά τις εταιρίες στη βελτίωση των ταμειακών ροών και της μακροπρόθεσμης κερδοφορίας τους, προσφέροντας εξειδικευμένες λύσεις βιωσιμότητας. Αποστολή της εταιρίας είναι η εξασφάλισή της υποστήριξης  που χρειάζεται να λάβουν οι οφειλέτες ώστε να εξυπηρετήσουν ομαλά τις υποχρεώσεις τους. Η Intrum έχει 10.000 αφοσιωμένους επαγγελματίες που εξυπηρετούν περίπου 80.000 εταιρίες σε όλη την Ευρώπη. Το 2019, τα έσοδα ανήλθαν σε 16,0 δισεκατομμύρια SEK. Η Intrum έχει την έδρα της στη Στοκχόλμη της Σουηδίας και η μετοχή της είναι εισηγμένη στο Xρηματιστήριο Nasdaq της Στοκχόλμης. Για περισσότερες πληροφορίες, επισκεφτείτε τη διεύθυνση www.intrum.com

 

  • Σχετικά με το European Consumer Payment Report
    Ο Όμιλος Intrum εκδίδει το European Consumer Payment Report σε ετήσια βάση από το 2013. Το Report βασίζεται σε έρευνα που διεξάγεται ταυτόχρονα σε 24 χώρες στην Ευρώπη. Συνολικά, 24.004 καταναλωτές συμμετείχαν στην έρευνα για την έκδοση του 2019.

 

  • Σχετικά με την European Consumer Payment Report 2020 / Ειδική έκδοση COVID-19
    Η ειδική έκδοση για τις επιπτώσεις της πανδημίας του ιού COVID-19 βασίζεται σε έρευνα που διεξήχθη σε 24 ευρωπαϊκές χώρες και 4.800 καταναλωτές. Η έρευνα διεξήχθη το Μάιο του 2020 και το δείγμα συμμετεχόντων ανά χώρα καθορίστηκε βάσει ηλικίας και φύλου για να διασφαλιστεί ότι το ποσοστό των ερωτηθέντων ήταν εθνικά αντιπροσωπευτικό με βάση τα στοιχεία απογραφής κάθε αγοράς.